Αλή Φουάτ Κουζ
Η Ελλάδα ανακοίνωσε πρόσφατα τη δημιουργία δύο νέων εθνικών θαλασσίων πάρκων, ένα στο Ιόνιο Πέλαγος και ένα στο Αιγαίο, παρουσιάζοντας τα ως σημαντικές περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι η κίνηση αυτή είναι περισσότερο ένας υπολογισμένος γεωπολιτικός ελιγμός παρά μια πράξη οικολογικής διαχείρισης.
Κρυμμένη πίσω από ωραία λόγια για διατήρηση του περιβάλλοντος, η κίνηση αυτή αποσκοπεί στην προώθηση μακροχρόνιων εδαφικών επιδιώξεων, στην αμφισβήτηση του υφιστάμενου status quo στο Αιγαίο και στη μονομερή εδραίωση τετελεσμένων σε περιοχές με αμφισβητούμενη κυριαρχία.
Η Τουρκία θεωρεί ότι η ενέργεια αυτή δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά η τελευταία σε μια μακρά σειρά ελληνικών προσπαθειών να αλλάξει τη νομική και πολιτική ισορροπία στο Αιγαίο, παραβιάζοντας ευθέως το διεθνές δίκαιο και αποδυναμώνοντας την εύθραυστη εμπιστοσύνη που οικοδομήθηκε πρόσφατα μεταξύ των δύο χωρών.
Σε απάντηση στη μονομερή ανακοίνωση της Ελλάδας, η Τουρκία όρισε επίσημα δύο νέες προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές στις αρχές Αυγούστου.
Οι δύο νέες καθορισμένες περιοχές, η Προστατευόμενη Θαλάσσια Περιοχή του Βορείου Αιγαίου και η Προστατευόμενη Θαλάσσια Περιοχή Φέτιγιε-Κας, όχι μόνο ανακοινώθηκαν, αλλά εντάχθηκαν και επίσημα στον εθνικό Χάρτη Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού της Τουρκίας και υποβλήθηκαν στη Διακυβερνητική Ωκεανογραφική Επιτροπή της UNESCO.
Η Τουρκία, ωστόσο, έχει βασίσει αυτή την κίνηση σε κάτι παραπάνω από τη γεωπολιτική. Η δέσμευση της για την προστασία της θάλασσας προηγείται της τρέχουσας διαμάχης.
Το πάρκο της Γκιοκτσέαντα δημιουργήθηκε το 1999, δείχνοντας μια δέσμευση για τη διατήρηση του περιβάλλοντος στο Βόρειο Αιγαίο για πάνω από δύο δεκαετίες.
Παρομοίως, η περιοχή Κας-Κέκοβα στη Μεσόγειο έχει από καιρό χαρακτηριστεί ως Ειδική Περιοχή Περιβαλλοντικής Προστασίας. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει υποστηριχθεί από πολλές μελέτες βιοποικιλότητας και σχέδια διαχείρισης, συχνά σε συνεργασία με έγκριτους διεθνείς οργανισμούς.
Η Τουρκία παρουσίασε αυτό το ιστορικό ως απτή απόδειξη μιας συνεπούς, επιστημονικά τεκμηριωμένης προσέγγισης στην περιβαλλοντική φροντίδα, ξεχωριστής και ανεξάρτητης από τις τελευταίες πολιτικές εντάσεις.
Με αυτή την κίνηση, η Τουρκία ανέκτησε επίσης τον έλεγχο του αφηγήματος, δείχνοντας ότι είναι ένας υπεύθυνος περιβαλλοντικός παράγοντας που δεν θα επιτρέψει ο ευγενής σκοπός της διατήρησης του περιβάλλοντος να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την υπονόμευση των θεμελιωδών κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Μια μακρά ιστορία αντιπαράθεσης
Η ανακήρυξη των θαλάσσιων πάρκων πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης προσπάθειας της Ελλάδας να αυξήσει τον έλεγχo της στο Αιγαίο.
Το πιο πιεστικό και δυνητικά εκρηκτικό ζήτημα είναι το εύρος των χωρικών υδάτων. Αυτό έχει οριστεί τόσο από την Τουρκία όσο και την Ελλάδα στα έξι ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, η Ελλάδα έχει εκφράσει με συνέπεια την επιθυμία να επεκτείνει αυτό το εύρος στα 12 ναυτικά μίλια.
Λόγω των μοναδικών γεωγραφικών χαρακτηριστικών του Αιγαίου, μια τέτοια επέκταση των χωρικών υδάτων θα το μετέτρεπε σε «ελληνική λίμνη», αυξάνοντας το μερίδιο της Ελλάδας στη θάλασσα σε περίπου στο 70%.
Αυτό θα απαιτούσε η θαλάσσια κυκλοφορία, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών πλοίων και των εμπορικών σκαφών που κινούνται μεταξύ των τουρκικών λιμανιών, να διασχίζουν ελληνικά ύδατα, μια απαράδεκτη κατάσταση για οποιοδήποτε κυρίαρχο έθνος.
Για το λόγο αυτό, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας κήρυξε το 1995 ότι μια τέτοια μονομερής ενέργεια θα αποτελούσε casus belli ή αιτία πολέμου, μια στάση που παραμένει αμετάβλητη.
Η τακτική της Ελλάδας να αγνοεί τις νομικές της υποχρεώσεις είναι επίσης εμφανής στη συστηματική και παράνομη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 απαιτούν τα νησιά αυτά, τα οποία παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, να παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα. Η Συνθήκη της Λωζάννης απαγορεύει ναυτικές βάσεις και οχυρώσεις σε νησιά όπως η Λέσβος και η Χίος, ενώ η Συνθήκη των Παρισίων ορίζει ότι τα Δωδεκάνησα «θα είναι και θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα».
Παρά τις υποχρεώσεις αυτές, η Ελλάδα έχει στρατιωτικοποιήσει ανοιχτά αυτά τα νησιά από τη δεκαετία του 1970, κάτι που συνιστά κατάφωρη παραβίαση των ίδιων των συνθηκών που της παραχωρούν την κυριαρχία επ' αυτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρωτοβουλία των θαλάσσιων πάρκων χρησιμεύει ως εργαλείο για την ενίσχυση των ελληνικών αξιώσεων επί αμφισβητούμενων γεωγραφικών σχηματισμών.
Η κρίση των Ιμίων/Kardak το 1996 αποκάλυψε διάφορες «γκρίζες ζώνες», νησιά, νησίδες και βραχονησίδες των οποίων η κυριαρχία δεν έχει μεταβιβαστεί ποτέ ρητά στην Ελλάδα με διεθνείς συμφωνίες.
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι, ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρεί την κυριαρχία επί οποιουδήποτε σχηματισμού που δεν έχει παραχωρηθεί ρητά.
Κηρύσσοντας πάρκα που περιλαμβάνουν αυτές τις αμφισβητούμενες περιοχές, η Ελλάδα στοχεύει να επιβάλει την κυριαρχία με διοικητικά μέσα, δημιουργώντας μια κατάσταση που επηρεάζει τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Η μονομερής ενέργεια της Ελλάδας αντίκειται στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, καθώς το Αιγαίο χαρακτηρίζεται ως «ημίκλειστη θάλασσα», μια ειδική κατηγορία βάσει της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).
Το Άρθρο 123 της σύμβασης απαιτεί από τα κράτη που συνορεύουν «να συνεργάζονται μεταξύ τους», συμπεριλαμβανομένου του «για την προστασία και τη διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος».
Ανακοινώνοντας τα θαλάσσια πάρκα χωρίς συντονισμό με την Τουρκία, η Ελλάδα αντιβαίνει στο πνεύμα της σύμβασης την οποία επικαλείται συχνά για να υποστηρίξει τις αξιώσεις της.
Ίσως η πιο ανησυχητική πτυχή αυτής της κίνησης είναι ο τρόπος με τον οποίο υπονομεύει την καλή θέληση που εδραιώθηκε με τη Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας, η οποία είχε δεσμεύσει και τις δύο χώρες στον αμοιβαίο σεβασμό και στην αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το πνεύμα της συμφωνίας.
Ο δρόμος προς τα εμπρός
Η Τουρκία πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί μια σταθερή λύση είναι μέσω άμεσου και ολοκληρωμένου διαλόγου.
Ωστόσο υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις.
Πρώτον, ο ελληνικός μαξιμαλισμός. Η Τουρκία θεωρεί τη νομική και πολιτική στάση της Ελλάδας ως «μαξιμαλιστική», διεκδικώντας ολόκληρο το Αιγαίο ως «ελληνική θάλασσα», αγνοώντας τα δικαιώματα της Τουρκίας ως σημαντικού παράκτιου κράτους.
Αυτό αποτυπώνεται στην επιμονή της Αθήνας για εύρος χωρικών υδάτων 12 ναυτικών μιλίων και στον ισχυρισμό της ότι όλα τα νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους ή τοποθεσίας, πρέπει να δημιουργούν πλήρεις θαλάσσιες ζώνες, θέσεις τις οποίες η Τουρκία θεωρεί θεμελιωδώς άδικες και νομικά άκυρες.
Δεύτερον, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία δεν θεωρεί την ΕΕ ως ουδέτερο διαμεσολαβητή σε αυτή τη διαμάχη.
Αντιθέτως, θεωρεί ότι η ΕΕ τάσσεται υπέρ της Ελλάδας. Επίσημες δηλώσεις της ΕΕ που εκφράζουν «πλήρη αλληλεγγύη προς την Ελλάδα» σε παρόμοιες διαμάχες στο παρελθόν θεωρούνται από την Τουρκία ως απόδειξη αυτής της μεροληψίας.
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι αυτή η δυναμική ενθαρρύνει την Ελλάδα να αποφεύγει τις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, χρησιμοποιώντας την ιδιότητα της ως μέλος της ΕΕ για να επιβάλει τις άδικες και επεκτατικές της φιλοδοξίες.
Ως εκ τούτου, η Τουρκία έχει ρητά συμβουλεύσει τρίτα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, να μη διευκολύνουν τους πολιτικά υποκινούμενους στόχους της Ελλάδας.
Παρά τα εμπόδια αυτά, θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια εποικοδομητική προσέγγιση για την αποκλιμάκωση και την επίλυση.
Πρώτον, τα περιβαλλοντικά ζητήματα πρέπει να διαχωριστούν από τις πολιτικές διαμάχες.
Για παράδειγμα, μπορούν να ιδρυθούν κοινοί διμερείς τεχνικοί και επιστημονικοί φορείς για τη διαχείριση του οικοσυστήματος του Αιγαίου. Αυτό θα επέτρεπε και στις δύο χώρες να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις όπως η ρύπανση, τα χωροκατακτητικά είδη και η υπεραλίευση.
Δεύτερον, και οι δύο χώρες θα πρέπει να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις υψηλού επιπέδου με μια ευρεία και ανοιχτή ατζέντα.
Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να αντικατοπτρίζει α τις αρχές προηγούμενων προσπαθειών, όπως η Συμφωνία της Βέρνης του 1976, η οποία αφορούσε στην υφαλοκρηπίδα και δέσμευε στην αποχή από μονομερείς ενέργειες. Η ατζέντα πρέπει να καλύπτει όλα τα αλληλένδετα ζητήματα που συνδέονται με τη διαφορά στο Αιγαίο.
Τέλος, ο στόχος αυτών των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να είναι η εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης. Αυτό σημαίνει να ξεπεραστεί η άκαμπτη και μηχανική εφαρμογή των συμβατικών κανόνων για να ληφθούν υπόψη οι μοναδικοί γεωγραφικοί, πολιτικοί και ιστορικοί παράγοντες του Αιγαίου.
Μέλημα είναι η παραγωγή ενός αποτελέσματος που θα είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Εν ολίγοις, το μέλλον του Αιγαίου δεν πρέπει να καθορίζεται από μονομερείς ενέργειες που εκμεταλλεύονται τον περιβαλλοντισμό για γεωπολιτικούς σκοπούς.
Τέτοιες ενέργειες καλλιεργούν μόνο τη δυσπιστία και καθιστούν δυσκολότερη την επίτευξη μιας διαρκούς λύσης. Η μακροπρόθεσμη ειρήνη, η σταθερότητα και η πραγματική προστασία του εύθραυστου οικοσυστήματος του Αιγαίου μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω μιας συνολικής συμφωνίας, η οποία θα είναι προϊόν διαπραγμάτευσης με καλή τη πίστει μεταξύ των δύο παράκτιων κρατών.
Αυτή η συμφωνία πρέπει να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, την καλή γειτονία και, πάνω απ' όλα, τη δικαιοσύνη.
Η Τουρκία έχει καταστήσει σαφή τη θέση της. Είναι έτοιμη και πρόθυμη να εμπλακεί σε έναν ειλικρινή και περιεκτικό διάλογο για να εξασφαλίσει ένα ειρηνικό και ευημερούν μέλλον για τις κοινές θάλασσες.
* Ο Αλή Φουάτ Κουζ είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, όπου ερευνά το ναυτικό και ασφαλιστικό δίκαιο, καθώς και την κλιματική αλλαγή.